ἐξεργασμένα

ἐξεργασμένα
ἐξεργάζομαι
work out
perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic)
ἐξεργασμένᾱ , ἐξεργάζομαι
work out
perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic)
ἐξεργασμένᾱ , ἐξεργάζομαι
work out
perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”